ἀναγεννᾷ

ἀναγεννᾷ
ἀναγεννάω
beget anew
pres subj mp 2nd sg
ἀναγεννάω
beget anew
pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic)
ἀναγεννάω
beget anew
pres subj act 3rd sg
ἀναγεννάω
beget anew
pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic)
ἀναγεννάω
beget anew
pres subj mp 2nd sg
ἀναγεννάω
beget anew
pres ind mp 2nd sg (epic)
ἀναγεννάω
beget anew
pres subj act 3rd sg
ἀναγεννάω
beget anew
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… …   Dictionary of Greek

  • πυροφωσφατάση — η, Ν (θιοχ.) σημαντικό για τις αντιδράσεις υψηλής ενέργειας ένζυμο το οποίο, μαζί με την αδενυλική κινάση, αναγεννά το αδενοσινοτριφωσφορικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrophosphatase < pyrophosphate (πρβλ. πυροφωσφορικός) +… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • Γκόζε, Σρι Αουρομπίντο — (Sri Aurobindo Gose, Βεγγάλη 1872 – Ποντισερί, Μαδράς 1950). Ινδός φιλόσοφος. Αφού σπούδασε στην Αγγλία, όπου ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή σκέψη, γύρισε στην πατρίδα του, όπου καταδιώχθηκε λόγω της δράσης του για την εθνική απελευθέρωση της… …   Dictionary of Greek

  • καραβιδαστακός ή καραβιδομάνα ή χόμαρο — Κοινές ονομασίες του δεκάποδου μαλακοστράκου Homarus vulgarisAstacus gammarus. Το είδος αυτό συγγενεύει με τον ελληνικό ή αγκαθωτό αστακό παλίνουρο τον κοινό. Ο κ., μέσου μήκους 60 εκ. (χωρίς τις κεραίες), έχει συνήθως καστανοκόκκινο χρώμα, που… …   Dictionary of Greek

  • μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… …   Dictionary of Greek

  • αναγεννητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που αναγεννά, αναζωογονεί: Ο Μ. Πέτρος υπήρξε ο αναγεννητής της Ρωσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”